υψίσυχνος

υψίσυχνος
-η, -ο, Ν
1. υψίπυκνος, αυτός που έχει υψηλή συχνότητα
2. φρ. «υψίσυχνο ρεύμα»
(ηλεκτρ.) εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα τού οποίου η συχνότητα υπερβαίνει το 1 μεγαχέρτς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι + συχνός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υψίπυκνος — η, ο, Ν (για εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα) υψίσυχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πυκνός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”